ραμνίδες

ραμνίδες
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhamnaceae (< ῥάμνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεάνωθος — ο (Α κεάνωθος και κεάνωνος) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ραμνίδες αρχ. πιθ. είδος αγκαθιού …   Dictionary of Greek

  • κολλετία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ραμνίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. colletia < κύριο όν. Philibert Collet, Γάλλου βοτανολόγου] …   Dictionary of Greek

  • ραμνοειδής — ές, Ν (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ραμνοειδή οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, οι ραμνίδες …   Dictionary of Greek

  • σαγερετία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ραμνίδες τής τάξης ραμνώδη, με 35 περίπου είδη φυλλοβόλων ή αείφυλλων θάμνων τής Βόρειας Αμερικής και τής ανατολικής και νότιας Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sageretia, από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”